Σύμφωνα με πληροφορίες της «Σ», καθώς έχει ήδη διαρρεύσει μία περίοδος τεσσάρων μηνών έντονης διαπραγμάτευσης, το κεφάλαιο της Διακυβέρνησης έχει αναδειχθεί σε εξόχως ακανθώδες, με σχεδόν ανύπαρκτες προοπτικές γεφύρωσης των υφιστάμενων διαφορών σε κρίσιμα ζητήματα, αν οι Τούρκοι εξακολουθήσουν να εμμένουν στις εξωπραγματικές θέσεις τους.
Αναφορικά με το κεφάλαιο της Διακυβέρνησης και Κατανομής Εξουσιών, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, οι διαφορές δεν αφορούν επιμέρους ή δευτερευούσης σημασίας θέματα, αλλά την ίδια την ουσία της συζήτησης, δηλαδή στο μοντέλο εκτελεστικής εξουσίας που προτείνουν οι δύο πλευρές.
Από την άλλη, η τουρκική πλευρά, με τις προτάσεις που έχει υποβάλει έως σήμερα, είναι εμφανές ότι στοχεύει σ’ ένα σύστημα χαλαρής συνομοσπονδίας,
με δύο πανίσχυρα συνιστώντα κρατίδια και ασθενή κεντρική κυβέρνηση, αποψιλωμένη ουσιαστικά από βασικές αρμοδιότητες. Μια χαλαρή κεντρική κυβέρνηση, δηλαδή, που δεν θα εκχωρεί αυτή τις όποιες εξουσίες στα «δύο συνιστώντα κρατίδια», αλλά αυτά θα εκχωρούν τις εξουσίες προς αυτήν.
Για την έγερση των θέσεων αυτών, οι Τούρκοι επικαλούνται φόβους παρέμβασης της Ομόσπονδης Κυβέρνησης στα εσωτερικά του κρατιδίου τους, όμως, στην πραγματικότητα, σύμφωνα με κυβερνητικές εκτιμήσεις, αυτό που επιδιώκουν είναι το αντίστροφο, η δυνατότητα, δηλαδή, παρέμβασης των συνιστώντων κρατιδίων στις λειτουργίες της κεντρικής κυβέρνησης.
«Νεοφανείς» ιδέες
Συγκεκριμένα, οι Τούρκοι προτείνουν ένα δικής τους εμπνεύσεως μοντέλο ομοσπονδίας, με συρραφή στοιχείων από τα ομοσπονδιακά μοντέλα του Βελγίου, της Ελβετίας και της Βοσνίας. Στην ουσία, ένα μοντέλο ομοσπονδίας που δεν υπάρχει ούτε έχει εφαρμοστεί πουθενά, αλλά ούτε ανταποκρίνεται στη θεμελιώδη ομοσπονδιακή αρχή, που διέπει όλα τα ομοσπονδιακά συστήματα. Αντίθετα με την πλευρά μας, που υιοθετεί ένα μοντέλο ομοσπονδίας επί τη βάσει της βασικής ομοσπονδιακής λογικής, η οποία προσδιορίζει όλα τα μοντέλα ομοσπονδίας «όλων των ομοσπονδιών».
Εκτελεστική εξουσία
Τεράστιες, επίσης, είναι οι διαφορές, όσον αφορά τη δομή της εκτελεστικής εξουσίας. Η τουρκική πλευρά προτείνει έναν προεδρικό συμβούλιο και εκ περιτροπής προεδρία κάθε επτά μήνες, σε αντίθεση με την πλευρά μας, που εισηγείται ένα κανονικό προεδρικό σύστημα, με πρόεδρο και αντιπρόεδρο εκλελεγμένους απευθείας από το λαό και εκ περιτροπής προεδρία, με τέσσερα χρόνια Ελληνοκύπριο Πρόεδρο και δύο χρόνια με Τουρκοκύπριο Πρόεδρο.
Τρία κράτη, δύο βέτο
Μαξιμαλισμός των τουρκικών θέσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει υπ’ όψιν της η «Σ», εντοπίζεται και στο θέμα των εξωτερικών σχέσεων, όπου οι Τούρκοι, ούτε λίγο ούτε πολύ, θέλουν να παρουσιάζουν στο εξωτερικό την ύπαρξη τριών κρατών και όχι ενός, όπως προνοεί το βασικό μοντέλο ομοσπονδίας που αποδέχεται και εισηγείται η ελληνοκυπριακή πλευρά, ενώ διεκδικούν και την εισαγωγή διπλού δικαιώματος αρνησικυρίας. Αυτό, στην πράξη, θα σήμαινε την εκχώρηση της δυνατότητας στα δύο συνιστώντα κρατίδια να συνάπτουν τις δικές τους εξωτερικές σχέσεις, αλλά και να εγείρουν βέτο, τόσο αναφορικά με τις εξωτερικές σχέσεις του ομόσπονδου κράτους, όσο και αναφορικά με θέματα που αφορούν τα ίδια.
Επί του πρακτέου, θα μπορούν να συνάπτουν ελεύθερα μια εμπορική ή τουριστική συμφωνία με ένα άλλο κράτος, αλλά ταυτόχρονα θα μπορούν να εγείρουν βέτο και να «έχουν λόγο», ουσιαστικά, όσον αφορά τη σύμπηξη διπλωματικών ή άλλων σχέσεων ανάμεσα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και μια τρίτη χώρα. Όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, τα συγκεκριμένα σημεία διαφωνιών θεωρούνται από την Κυβέρνηση ως δυσεπίλυτες βασικές διαφορές, τη γεφύρωση των οποίων θα επιχειρήσουν να διεξέλθουν οι σύμβουλοι των δύο ηγετών Γιώργος Ιακώβου και Οζντίλ Ναμί κατά τις προσεχείς συναντήσεις τους, αναζητώντας τη δυνατότητα συγκλίσεων. Ωστόσο, η βασική εκτίμηση που υπάρχει στην Κυβέρνηση, είναι ότι οι εν λόγω διαφορές είναι δύσκολο να υπερκερασθούν, ειδικά μέσα στο προσεχές διάστημα, καθώς είναι ένα από τα «θέματα πυγμής» που εγείρει η ίδια η Άγκυρα.
Τα Η.Ε. και η πρόοδος σε δευτερεύοντα θέματα
ΑΠΕΝΑΝΤΙ στις εντελώς εκτός πλαισίου λύσης του Κυπριακού τουρκικές θέσεις, τα Ηνωμένα Έθνη και ο Αλεξάντερ Ντάουνερ τηρούν, προσώρας, στάση αναμονής, αποφεύγοντας να παρέμβουν επί της ουσιαστικής συζήτησης των διαφόρων θεμάτων. Ο λόγος υιοθέτησης αυτής της στάσης απέναντι στις παράλογες προτάσεις των Τούρκων, είναι ότι τα Ηνωμένα Έθνη εκτιμούν πως, σύμφωνα και με αξιολόγηση της κατάστασης από κυβερνητικά στελέχη, οι Τούρκοι, στο «χρονικό βάθος» της διαπραγμάτευσης θα υποχωρήσουν, καθώς δεν είναι δυνατόν να παραμείνουν μέχρι τέλους σε αυτές τις θέσεις. Εκτιμάται, επίσης, πως η στάση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της διαπραγματευτικής τακτικής της τουρκικής πλευράς, με προφανή πολιτική στόχευση την αξιολόγηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση το ερχόμενο φθινόπωρο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να εξηγηθεί και η τακτική των Τούρκων, να μιλούν για επίλυση του Κυπριακού εντός του 2009, ενώ ταυτόχρονα σκληραίνουν τις θέσεις τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η εκτίμηση αυτή της πλευράς μας βασίζεται, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουμε, και σε ανεπίσημες διαβεβαιώσεις των Ηνωμένων Εθνών, σε «πράγματα που λένε ανεπίσημα» κατά καιρούς, και τα οποία προκύπτουν μέσα από τις παρασκηνιακές ζυμώσεις του «θεάτρου» του Κυπριακού.
Βεβαίως, εκτιμούν οι ίδιες πηγές, πολιτική των Ηνωμένων Εθνών είναι να συντηρούν μια εικόνα προόδου, προκειμένου να παραμεριστούν ανησυχίες και να αποφευχθούν διαφοριστικές κινήσεις, που, ενδεχομένως, να θέσουν την προοπτική των συνομιλιών ενώπιον του φάσματος πλήρους αποτυχίας.
Ωστόσο, κάποια πρόοδος, σε δευτερευούσης, όμως, σημασίας θέματα έχει επιτευχθεί. Δύο από αυτά αφορούν στο κεφάλαιο της νομοθετικής εξουσίας και στο κεφάλαιο της δικαστικής εξουσίας, παρότι πρόκειται για θέματα όχι ιδιαιτέρως ακανθώδη, όπου εύκολα παρουσιάστηκαν συγκλίσεις.
Συγκλίσεις υπήρξαν, επίσης, και στο θέμα του μηχανισμού επίλυσης διαφορών, όπου φαίνεται οι Τούρκοι να αποδέχονται τις αντιπροτάσεις που κατέθεσε πρόσφατα η πλευρά μας προς γεφύρωση των διαφορών.
Πρόκειται για τρόπους προσπέλασης αδιεξόδων, επί τη βάσει της δυσάρεστης εμπειρίας του 1964, όταν η Βουλή ήταν αδύνατο να ψηφίσει προϋπολογισμούς και σχέδια νόμου, αλλά και εμπειριών άλλων κρατών, όπου παρουσιάζονται τέτοιου είδους αδιέξοδα. Ένα από τα προτεινόμενα μέτρα αφορά τη διάλυση της Βουλής, εάν ένα νομοσχέδιο δεν ψηφιστεί, με την πάροδο δύο χρόνων από την κατάθεσή του. Τούτο, πιστεύεται, μπορεί να λειτουργήσει και ως μοχλός πίεσης πάνω στους βουλευτές, οι οποίοι δεν θα θέλουν, προφανώς, να ρισκάρουν, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, την επανεκλογή τους στο βουλευτικό αξίωμα.
πηγή :Η Σημερινή HeLLeNiCReVeNgE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου