Για πρώτη φορά μετά 32 χρόνια και έναν ακριβώς μήνα μετά την παράδοση των καθηκόντων του, αποδεσμευμένος πλέον από το στρατιωτικό απόρρητο, ο μέχρι πρότινος Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού Νικόλαος Ντούβας, λύνει τη σιωπή του και ξεδιπλώνει, με αποκλειστική συνέντευξη του στην «ΑΝΩΓΗ»το 2006, άγνωστες σελίδες της αντίστασης των 300 Καταδρομέων που έφυγαν από το Μάλεμε για να πολεμήσουν τους Τούρκους στην Κύπρο το 1974.
« Δυο – τρεις μέρες πριν από το Πραξικόπημα στην Κύπρο, όλη η μονάδα βρέθηκε στην περιοχή του Τυμπακίου για να κάνουμε άλματα συντηρήσεως. Μετά το πρώτο άλμα, κι ενώ θα έπρεπε να μεταφερθούμε ξανά στο αεροδρόμιο, μπήκαμε στα αυτοκίνητα και πήγαμε στον Καρτερό έξω από το Ηράκλειο, σ΄ ένα στρατόπεδο δικό μας. Είχαμε ένα λόχο εκεί και εκεί μάθαμε για το Πραξικόπημα που είχε γίνει στην Κύπρο. Επικεφαλής αυτών που ήρθαν να μας κάνουν συντήρηση ήταν ο αείμνηστος Ευάγγελος Φλωράκης, πρώην αρχηγός ΓΕΕΦ, που σκοτώθηκε από πτώση ελικοπτέρου στην Κύπρο. Έτσι τα μαζέψαμε και γυρίσαμε στην μοίρα. Η πληροφόρηση που είχαμε ήταν μηδενική. Θα πρέπει να ομολογήσω, επειδή είστε και Ανωγειανός, ότι αξιωματικός του Γ΄ Γραφείου για κείνη την περίοδο ήταν ο ταγματάρχης Βασίλειος Μανουράς. Όταν οι Τούρκοι δημοσίευσαν τον πρώτο χάρτη με τα πετρέλαια, το Νοέμβριο του 1973, άρχισε μια εντατική προσπάθεια εκπαιδεύσεως της Μοίρας. Είχαμε ξεπεράσει τα όρια μας. Μπορώ να πω ότι τέτοια προετοιμασία μονάδας δεν πρέπει να ξανάγινε στον ελληνικό στρατό και επειδή είχα την τύχη για 21 μήνες να είμαι αρχηγός του ΓΕΣ, εκείνη η περίοδος ήταν που με σημάδεψε. Κάνουμε λοιπόν μια προετοιμασία μηνών η οποία ήταν εντατικότατη και φτάνουμε στις 21 Ιουλίου το πρωί. Ήμουν υπηρεσία και χτυπάει το τηλέφωνο, ως υπασπιστής του διοικητού το σήκωσα, ήταν ο διευθυντής ειδικών δυνάμεων. Μου είπε να επικοινωνήσει μαζί του ο διοικητής μου. Με βάση τα σχέδια η δική μας μονάδα έπρεπε να μοιραστεί στην Κω και την Ρόδο. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε μια διαδικασία στις 21 το πρωί...Κείνη την περίοδο ήμουνα διοικητής του λόχου υποστήριξης και διευθυντής του Α΄ Γραφείου, με το βαθμό του υπολοχαγού. Το απόγευμα κατά τις 5 μας φώναξε ο διοικητής μας, ταγματάρχης, Γεώργιος Παπαμελετίου, στο γραφείο του και είπε ότι δεν θα πάμε στα νησιά Ρόδο και Κω, αλλά πρέπει να ετοιμαστούμε το δυνατό συντομότερο, να πάρουμε το μικρότερο δυνατό φόρτο, θυμάμαι χαρακτηριστικά τη φράση «πυρομαχικά και νερό» και θα πηγαίναμε στην Κύπρο. Αρχίσαμε την προετοιμασία στην πλατεία του στρατοπέδου, στο ιστορικό Μάλεμε και γύρω στις 8 με 9 το βράδυ, με πούλμαν και φορτηγά ξεκινήσαμε για το αεροδρόμιο της Σούδας. Θα πρέπει να πω, ότι ίσως η νιότη μας, ίσως το προσκλητήριο της πατρίδας, το δέχτηκαν όλοι με ενθουσιασμό. Κι όταν λέω όλοι εννοώ από τον διοικητή μέχρι το νεότερο φαντάρο. Κανείς δεν λιποψύχησε, κανένας δεν εξέφρασε αμφιβολίες, άρχισε μια πυρετώδης προετοιμασία και φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Σούδας. Κατά τις 9 ώρα αρχίσαμε να μπαίνουμε στα αεροπλάνα και ένα - ένα ξεκινούσε, χωρίς να ξέρουμε που πάμε, χωρίς να γίνει ανάλυση πάνω σε χάρτη. Δεν είχαμε στοιχεία όλα έγιναν στο γόνατο. Έτσι λοιπόν νύχτα 21 προς 22 Ιουλίου άρχισαν τα αεροπλάνα να φτάνουν σταδιακά στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Δεν θα μιλήσω για την πτήση, γιατί έχουν γραφτεί βιβλία ολόκληρα. Θέλω να πιστεύω και δεν νομίζω ότι άλλοι άνθρωποι έζησαν αυτό το μεγαλείο, δηλαδή μέσα σε αεροσκάφη, που πολύς κόσμος τα είχε ως αναξιόπιστα εμείς με κέφι πηγαίναμε στη μάχη...»
«Όπως ξέρετε ήταν περίοδος εφταετίας, η Κρήτη σε συντριπτικό ποσοστό ήταν εναντίον, εν τούτοις εμείς ξεκινήσαμε από την Μοίρα, τραγουδώντας το πότε θα κάνει ξαστεριά και ο κόσμος μέσα στα Χανιά, καθώς διασχίζαμε την πόλη, μας αποχαιρετούσε, λέγοντας μας « στο καλό κοπέλια», «καλό βόλι» . Ήξεραν ότι πάμε σε αποστολή, αλλά δεν γνώριζαν ακριβώς... Όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, η εκεί φρουρά δεν είχε ειδοποιηθεί από τους δικούς μας, κι αυτό ήταν λάθος, όλα τα αεροπλάνα άρχισαν να βάλλονταν. Αν θυμάμαι καλά ήμασταν στον 7ο ή στον 9ο σχηματισμό».
«ΧΑΟΣ!!! Ανοργανωσιά, προχειρότητα, καμία μέριμνα. Στην τύχη όλα. Επιβιώσαμε γιατί ήμασταν μονάδα αγαπημένη, είχαμε καλή διοίκηση. Κυρίως όμως, αυτή η μονάδα είχε ένα φοβερό προνόμιο, δεν γινόταν προπαγάνδα, παρά μόνο δουλειά – δουλειά – δουλειά. Στην Κύπρο είχαμε ένα πλεονέκτημα. Δυο – τρεις αξιωματικοί γνωρίζουν την περιοχή...»
«Αναλάβαμε την προστασία του αεροδρομίου». « Πιστεύω, ακόμα και σήμερα, ότι παρά τα λάθη που είχαν γίνει, ότι αν τότε εκείνο το πρωί βρισκόταν κάποιος που να μπορούσε να συντονίσει τα πράγματα, η Κύπρος θα γινόταν ο τάφος των Τούρκων και θα γινόταν αιτία, για πενήντα χρόνια να μην ξανασηκώσουν κεφάλι. Αλλά ήταν θέμα ηγεσίας...»
« Θα ήταν μεγάλη κουβέντα να μιλήσω για προδοσία. Απλώς μου έχει μείνει μια πίκρα στο στόμα, διότι δεν βρέθηκαν άνθρωποι εκείνη τη στιγμή να σηκώσουν το ανάστημα τους. Ας ήταν και χουντικοί, ας ήταν και μακαριακοί...Έλειπε η ηγεσία».
« Ο κωδικός της επιχείρησης βγήκε μετά...Τον μάθαμε κατόπιν εορτής. Μετά Χριστόν βγήκαν πολλοί προφήτες. Θυμάμαι όμως, ότι δίπλα από το αεροπλάνο περνούσαν τροχιοδεικτικά πυρά, καθόταν δίπλα μου ένας στρατιώτης ο Νικόλαος Φουντουρουδάκης από την Ασή Γωνιά. Γυρίζει και μου λέει: «κυρ λοχαγέ, σφαίρες βλέπω δίπλα». «Όχι, βρε» του λέω, «όπως μαρσάρει το αεροπλάνο πετάει σπίθες. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο προσγειωθήκαμε, χωρίς να ξέρει κανένας. Γνώση της Κύπρου είχαν δυο – τρεις αξιωματικοί που είχαν υπηρετήσει παλαιότερα, όπως ο Βασίλης ο Μανουράς. Φτάσαμε γύρω στις 2 με 3 τα ξημερώματα. Μας πήραν από κει και μας πήγαν σε ένα χώρο, χωρίς να ξέρουμε τι γίνεται. Κουρασμένοι, άυπνοι, λουφάξαμε κάτω από τα δέντρα και περιμέναμε διαταγές. Κατά τις 10 το πρωί, μας φώναξε ο διοικητής, μας είπε που βρισκόμαστε, τι κάνουμε και μας είπε ότι είχε πάει για ενημέρωση στο στρατηγείο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη φράση του, ότι το προγεφύρωμα των Τούρκων είχε πλάτος γύρω στο ενάμιση χιλιόμετρο κι ένα βάθος γύρω στα 600 μέτρα . Δεν ξέρω πως και γιατί, αλλά τη δική μας τη μονάδα την κρατήσανε για εφεδρεία, δεν την εμπλέξανε, στην πρώτη φάση... Ήμασταν η εφεδρεία του ΓΕΕΦ»..
Το μεσημέρι της 22 Ιουλίου, μας είπε τα μαντάτα στο προσκλητήριο ο διοικητής, ότι έλειπε το προσωπικό από ένα αεροσκάφος, 30 άτομα και επιπλέον ένα αεροσκάφος όπου επικεφαλής ήταν ο συχωρεμένος ο συμμαθητής μου ο Σταύρος ο Μπένος, υπολοχαγός, είχε δεχτεί ένα βλήμα απόφραξης από κάτω. Εκεί μέσα είχαν σκοτωθεί δυο φαντάροι, ο Οικονομάκης και ο Νόμπελης, κι είχε και εννιά τραυματίες οι οποίοι διακομίστηκαν στο νοσοκομείο. Έτσι λοιπόν σε επιφυλακή, σε ετοιμότητα κάναμε έναν έλεγχο του προσωπικού, μιλήσαμε στους στρατιώτες μας, τους ενθαρρύναμε. Στις 23 το πρωί, επειδή είχα τα καθήκοντα διευθυντού Α' Γραφείου, έλαχε σε μένα ο κλήρος μαζί με τον ιατρό της μονάδας τον Κοσκινά και τον λοχαγό τον Κυριάκου, να πάμε να κάνουμε αναγνώριση νεκρών. Είχα αυτή την ατυχή αποστολή να πάω να αναγνωρίσω τους νεκρούς. Όταν φτάσαμε στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας, μιλάμε ένας λόφος από κομμάτια του αεροπλάνου και καμένα πτώματα δεξιά αριστερά, όπως τα αρνιά το Πάσχα, πλην τριών που αναγνωρίζονταν. Τους είχαν βρει οι Κύπριοι και τους είχαν βάλει κάτω από ένα Πεύκο. Τους θυμάμαι σαν τώρα, ήταν ο Τσαλκεράνης, ο Χριστόπουλος και ο Χατζόπουλος. Πήγαμε και τους κάναμε αναγνώριση. Πάνω σε ένα χαρτόνι έγραψα τα ονόματα τους. Αφού τελείωσα το μακάβριο έργο της αναγνώρισης των νεκρών, γύρισα στην έδρα που είχαμε μεταφερθεί. Όταν φτάσαμε είχε φύγει η μονάδα...
« Μας είπε ο διοικητής ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της Μοίρας, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Μανουρά ξεκίνησαν να πάνε να πιάσουν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, γιατί απειλείτο. M αζί τους και ο λοκατζής Γεώργιος Χρονιάρης. Οι μόνοι που είχαμε μείνει πίσω ήμουν εγώ, ο υποδιοικητής της μονάδας ο Κυριάκου, ο διοικητής και δυο – τρεις στρατιώτες. Όταν ξεκινήσαμε για το αεροδρόμιο, φτάνοντας στη Σχολή Γρηγορίου, κοντά στο αεροδρόμιο, δεχτήκαμε καταιγισμό πυρών. Μας βαράγανε, οι Τούρκοι δεν πρέπει να ήταν πάνω από 100 μέτρα . Μιλάμε πάρα πολύ κοντά... Από άγνοια της περιοχής – άλλοι την ξέρανε – πέσαμε στο ρυάκι του δρόμου, γέμισα το όπλο μου και άρχισα να ρίχνω μόνος μου απέναντι και να βαδίζω με κατεύθυνση προς το αεροδρόμιο. Οι άλλοι που ήξεραν την περιοχή μας φώναξαν – αν θυμάμαι καλά πρέπει να ήταν ο λοχαγός ο Κυριάκου – μου λέει «γύρνα πίσω μην πας προς τα κεί». Μέχρι να γυρίσω πίσω, από μέσα από το αεροδρόμιο αντελήφθησαν τι γινόταν, βγήκε ένα τμήμα, μέσα σε αυτό και ο Χρονιάρης, για να έρθει να μας προστατεύσει. Βγήκε ταυτόχρονα ένα άρμα, εκτελώντας πυρά κατάφεραν να μας απεγκλωβίσουν. Έτσι λοιπόν κρατήσαμε το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Όλη μέρα κρατάγαμε το αεροδρόμιο και ανταλλάσσαμε πυρά με τους Τούρκους. Πρέπει τα δικά μας παιδιά να καθαρίσανε πάρα πολλούς, ίσως κι αυτοί (οι Τούρκοι) δεν ξέρανε πόσοι ακριβώς ήμασταν εκεί, αλλιώς το αεροδρόμιο θα το είχαν πάρει»
« Κάποια στιγμή ήρθαν οι ΟΗΕδες και ζήτησαν να τους παραδώσουμε το αεροδρόμιο».
« Μπροστά στις διαπραγματεύσεις ήταν ο Μανουράς. Όταν ήρθαν λοιπόν του είπαν να παραδώσει το αεροδρόμιο. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά το διάλογο, επειδή εγώ μιλούσα αγγλικά, ενώ ο Μανουράς δεν μιλούσε. Του είπε ο επικεφαλής των ΟΗΕδων, ένας Αυστριακός, ότι «είναι εντολή του πρέσβη Λαγάκου να παραδοθεί το αεροδρόμιο» και απάντησε με την περιβόητη φράση: «Ποιος Λαγάκος, ταγματάρχης Μανουράς εδώ». .. Αυτή ήταν η απάντηση του. Πράγματι, ήρθε ο διοικητής μετά έγιναν διαπραγματεύσεις και αφού εξασφαλίσαμε πρώτα ότι θα απομακρυνθούν οι Τούρκοι και θα έχουμε όλα τα εχέγγυα, έτσι την επομένη εγκαταλείψαμε το αεροδρόμιο. Στο μεταξύ είχε γίνει και η αλλαγή εξουσίας στην Ελλάδα, με την επιστροφή του Καραμανλή. Κι έτσι για τη Μοίρα, τελειώνει στην ουσία η πρώτη φάση των επιχειρήσεων στην Κύπρο, που αφορούσε αποκλειστικά τη μάχη του αεροδρομίου. Πιστεύω ότι μια μέρα θα μου δοθεί η ευκαιρία να καταγράψω την ιστορία της Πρώτης Μοίρας Καταδρομών. Το χρωστάμε σε αυτούς που έφυγαν, αλλά το χρωστάμε και σε αυτούς που θα έρθουν..
Τα Υπόλοιπα Από την ΑΝΩΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου