Την εποχή της βασιλείας του Αμπτούλχαμίτ Β΄(1876-1909) είχε σπάσει μεγάλος αγωγός νερού στην συνοικία του τζαμιού (του Μωάμεθ) του Πορθητού της Πόλης. Το τζαμί αυτό είχε οικοδομηθεί πάνω στα ερείπια της κατεδαφισμένης από τους Οθωμανούς εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, κάτω από την οποία ήσαν θαμμένοι πολλοί Βυζαντινοί βασιλείς. Κατά την επισκευή του αγωγού, ο Αμπτούλχαμίτ έδωσε εντολή να ανοιχθεί ο τάφος του Πορθητού που βρίσκεται δίπλα στο τζαμί. Σε βάθος τριών μέτρων μέσα στον τάφο, που ήταν άδειος, υπήρχε μια σιδερένια καταπακτή, από κάτω δε κατέβαινε μια πέτρινη σκάλα που κατέληγε σε μία υπόγεια αίθουσα της βυζαντινής εκκλησίας κάτω ακριβώς από το τζαμί. Εκεί εν μέσω άλλων τάφων Βυζαντινών βασιλέων, ευρίσκετο μαρμάρινος τάφος, στο εσωτερικό του οποίου ανεκαλύφθη το ταριχευμένο σώμα του Πορθητού, με το πρόσωπο του πανομοιότυπο προς το πορτρέτο του Μπελλίνι. Συνεπώς ο Πορθητής είχε ταφεί ως χριστιανός και Βυζαντινός βασιλεύς. Μόλις ο Αμπτούλχαμίτ το έμαθε, έδωσε διαταγή να σφραγισθεί αμέσως…
Η παραπάνω μαρτυρία του Τούρκου ποιητή Γιαχυά Κεμάλ Μπεγιατλί, που παραθέτει ο ιστορικός Δημήτρης Κιτσίκης στο βιβλίο του «Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», παρμένη από το βιβλίο «Οι Οθωμανοί ηγεμόνες» του Τούρκου συγγραφέα Ρεσάτ Εκρεμ Κοτσού, έγινε αφορμή μιας αναζήτησης της καταγωγής των Οθωμανών Σουλτάνων.
Οπουδήποτε και αν ψάξουμε, είτε σε ιστορικό βιβλίο, είτε σε εγκυκλοπαίδεια, λίγο πολύ τα στοιχεία γιʼ αυτούς συμπίπτουν και διασταυρώνονται. Ιδού λοιπόν η δυναστεία των Οθωμανών:
Σουλτάνος Ερτογρούλ ο Αρχηγός της φυλής που την οδήγησε στην περιοχή του Σογιούτ (πλησίον της Νίκαιας)
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Οσμάν Α΄ ιδρυτής της Δυναστείας, εξ ού και Οσμανοί ή Οθωμανοί.
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Ορχάν ο οποίος παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Θεοδώρα κόρη του Αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού(1324-1360).
Υιός αυτών ο Σουλτάνος Μουράτ Α΄(1362-1389) ο οποίος παντρεύτηκε τη βυζαντινή πριγκίπισσα Ελένη κόρη του βασιλέα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου.
Υιός αυτών ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄(Κεραυνός ή Γιλντιρίμ) (1360-1403) ο οποίος παντρεύτηκε μία Ελληνίδα και αργότερα χριστιανή πριγκίπισσα της Σερβίας.
Υιός αυτών ο Σουλτάνος Μωάμεθ Α΄(Τσελεμπή) (1413-1421).
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Μουράτ Β΄(1446-1452) ο οποίος παντρεύτηκε τη Σέρβα Μάρα.
Υιός αυτών ο Μωάμεθ Β΄(Πορθητής) (1432-1481)
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Β΄(Δίκαιος) (1447-1512) ο οποίος παντρεύτηκε την Ελληνίδα ποντιακής καταγωγής «Γκιούλ Μπαχάρ».
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄(ο Σκληρός) (1512-1520)
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Σουλευμάν Β΄(Μεγαλοπρεπής) (1520-1566) ο οποίος παντρεύτηκε την Ελληνίδα Ρωξελάνη που τον επηρέασε πολύ στις αποφάσεις του και τη Ρωσίδα Χουρέμ.
Υιός αυτών ο Σουλτάνος Σελίμ Β΄(Μέθυσος) (1560- 1574) οπότε και αρχίζει η παρακμή της Αυτοκρατορίας για να φτάσουμε μετά από αρκετούς Σουλτάνους στην «εποχή της Τουλίπας» του καλλιτέχνη Σουλτάνου Αχμέτ Γ΄(γαζή) (1642-1693), υιού του Μωάμεθ Δ΄ και μιας Ελληνίδας.
Από τα παραπάνω καταφανέστατα συμπεραίνουμε ότι στις φλέβες των Οθωμανών Σουλτάνων έρρεε ρωμαίικο αίμα, πράγμα το οποίο προφανώς το γνώριζαν, καθώς μιλούμε για μια αυτοκρατορική δυναστεία όπου προϋπόθεση της διαδοχής είναι πάντοτε η καταγωγή.
Σε μια αναζήτηση σε οποιοδήποτε ιστορικό βιβλίο του Βυζαντίου, διαπιστώνουμε πράγματι ότι αρκετοί από του Βυζαντινούς βασιλείς, με πρώτο και καλύτερο τον Μέγα Κωνσταντίνο, ετάφησαν στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Αν πράγματι ο Μωάμεθ ο Πορθητής επιθυμούσε να συνεχιστεί η παράδοση, ήταν άραγε η καταγωγή του που τον ωθούσε σε αυτό; Ο ίδιος είχε δείξει εν ζωή τη ρωμαίικη ροπή του, καθώς μεγαλωμένος από τη χριστιανή μητέρα του στην Αμάσεια, ήταν γνώστης της Ελληνικής, θαύμαζε τον Μέγα Αλέξανδρο, διατηρούσε τον τίτλο του «Σουλτάνου των Ρωμαίων», είχε προσωπική φρουρά αποκλειστικά Γενιτσάρους (πρώην χριστιανούς), άλωσε την Πόλη έχοντας ρωμαίικο επιτελείο, με βασικό στέλεχος και συμβουλάτορα τον Ελληνικής καταγωγής Στρατηγό Ζαγανό, εγκατέστησε αμέσως μετά την άλωση Πατριάρχη τον Γενάδιο Σχολάριο, δίνοντας του προνόμια και σύμφωνα τα γραφόμμενα του Κριτόβουλου: «Αφικόμενος εις το Ίλιον κατεθεάτο τα ερείπια τούτου και τα ίχνη της παλαιάς πόλεως Τροίας…προσέτι δε και των ηρώων τους τάφους ιστρορεί, Αχιλλέως τε και Αίαντος και των άλλων επήνει και εμακάριζε τούτους και των έργων και ότι έτυχον επαίνετου Ομήρου του ποιητού» συνεπώς ήταν γνώστης και θαυμαστής του Ελληνικού πολιτισμού.
Όσον αφορά τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά των Σουλτάνων, από τα πορτρέτα της εποχής διαπιστώνουμε ότι κανένας τους δεν είχε «Τουρκομογκολικά» χαρακτηριστικά, αλλά κατά βάση μεσογειακά.
Αλλά ακόμα και αν η μαρτυρία για τον τάφο του Μωάμεθ του Πορθητή είναι αποκύημα της φαντασίας, δεν είναι εντυπωσιακό που την αναφέρουν δύο Τούρκοι, ο ένας που την είπε και ο άλλος που την κατέγραψε;
Αν λοιπόν μέρος του Τουρκικού λαού, τον οποίο τα χαρακτηριστικά του, η κουλτούρα του, οι μνήμες και η κληρονομιά που τον περιβάλλει, τον αναγκάζουν να αναζητά σήμερα την ταυτότητά του, διαπίστωνε ακόμη ότι και η Δυναστεία που τον οδήγησε 644 χρόνια είχε και αυτή τις ίδιες ροπές, ποια γνώμη θα είχε άραγε για την προέλευσή και καταγωγή του;
Η παραπάνω μαρτυρία του Τούρκου ποιητή Γιαχυά Κεμάλ Μπεγιατλί, που παραθέτει ο ιστορικός Δημήτρης Κιτσίκης στο βιβλίο του «Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», παρμένη από το βιβλίο «Οι Οθωμανοί ηγεμόνες» του Τούρκου συγγραφέα Ρεσάτ Εκρεμ Κοτσού, έγινε αφορμή μιας αναζήτησης της καταγωγής των Οθωμανών Σουλτάνων.
Οπουδήποτε και αν ψάξουμε, είτε σε ιστορικό βιβλίο, είτε σε εγκυκλοπαίδεια, λίγο πολύ τα στοιχεία γιʼ αυτούς συμπίπτουν και διασταυρώνονται. Ιδού λοιπόν η δυναστεία των Οθωμανών:
Σουλτάνος Ερτογρούλ ο Αρχηγός της φυλής που την οδήγησε στην περιοχή του Σογιούτ (πλησίον της Νίκαιας)
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Οσμάν Α΄ ιδρυτής της Δυναστείας, εξ ού και Οσμανοί ή Οθωμανοί.
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Ορχάν ο οποίος παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Θεοδώρα κόρη του Αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού(1324-1360).
Υιός αυτών ο Σουλτάνος Μουράτ Α΄(1362-1389) ο οποίος παντρεύτηκε τη βυζαντινή πριγκίπισσα Ελένη κόρη του βασιλέα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου.
Υιός αυτών ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄(Κεραυνός ή Γιλντιρίμ) (1360-1403) ο οποίος παντρεύτηκε μία Ελληνίδα και αργότερα χριστιανή πριγκίπισσα της Σερβίας.
Υιός αυτών ο Σουλτάνος Μωάμεθ Α΄(Τσελεμπή) (1413-1421).
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Μουράτ Β΄(1446-1452) ο οποίος παντρεύτηκε τη Σέρβα Μάρα.
Υιός αυτών ο Μωάμεθ Β΄(Πορθητής) (1432-1481)
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Β΄(Δίκαιος) (1447-1512) ο οποίος παντρεύτηκε την Ελληνίδα ποντιακής καταγωγής «Γκιούλ Μπαχάρ».
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄(ο Σκληρός) (1512-1520)
Υιός αυτού ο Σουλτάνος Σουλευμάν Β΄(Μεγαλοπρεπής) (1520-1566) ο οποίος παντρεύτηκε την Ελληνίδα Ρωξελάνη που τον επηρέασε πολύ στις αποφάσεις του και τη Ρωσίδα Χουρέμ.
Υιός αυτών ο Σουλτάνος Σελίμ Β΄(Μέθυσος) (1560- 1574) οπότε και αρχίζει η παρακμή της Αυτοκρατορίας για να φτάσουμε μετά από αρκετούς Σουλτάνους στην «εποχή της Τουλίπας» του καλλιτέχνη Σουλτάνου Αχμέτ Γ΄(γαζή) (1642-1693), υιού του Μωάμεθ Δ΄ και μιας Ελληνίδας.
Από τα παραπάνω καταφανέστατα συμπεραίνουμε ότι στις φλέβες των Οθωμανών Σουλτάνων έρρεε ρωμαίικο αίμα, πράγμα το οποίο προφανώς το γνώριζαν, καθώς μιλούμε για μια αυτοκρατορική δυναστεία όπου προϋπόθεση της διαδοχής είναι πάντοτε η καταγωγή.
Σε μια αναζήτηση σε οποιοδήποτε ιστορικό βιβλίο του Βυζαντίου, διαπιστώνουμε πράγματι ότι αρκετοί από του Βυζαντινούς βασιλείς, με πρώτο και καλύτερο τον Μέγα Κωνσταντίνο, ετάφησαν στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Αν πράγματι ο Μωάμεθ ο Πορθητής επιθυμούσε να συνεχιστεί η παράδοση, ήταν άραγε η καταγωγή του που τον ωθούσε σε αυτό; Ο ίδιος είχε δείξει εν ζωή τη ρωμαίικη ροπή του, καθώς μεγαλωμένος από τη χριστιανή μητέρα του στην Αμάσεια, ήταν γνώστης της Ελληνικής, θαύμαζε τον Μέγα Αλέξανδρο, διατηρούσε τον τίτλο του «Σουλτάνου των Ρωμαίων», είχε προσωπική φρουρά αποκλειστικά Γενιτσάρους (πρώην χριστιανούς), άλωσε την Πόλη έχοντας ρωμαίικο επιτελείο, με βασικό στέλεχος και συμβουλάτορα τον Ελληνικής καταγωγής Στρατηγό Ζαγανό, εγκατέστησε αμέσως μετά την άλωση Πατριάρχη τον Γενάδιο Σχολάριο, δίνοντας του προνόμια και σύμφωνα τα γραφόμμενα του Κριτόβουλου: «Αφικόμενος εις το Ίλιον κατεθεάτο τα ερείπια τούτου και τα ίχνη της παλαιάς πόλεως Τροίας…προσέτι δε και των ηρώων τους τάφους ιστρορεί, Αχιλλέως τε και Αίαντος και των άλλων επήνει και εμακάριζε τούτους και των έργων και ότι έτυχον επαίνετου Ομήρου του ποιητού» συνεπώς ήταν γνώστης και θαυμαστής του Ελληνικού πολιτισμού.
Όσον αφορά τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά των Σουλτάνων, από τα πορτρέτα της εποχής διαπιστώνουμε ότι κανένας τους δεν είχε «Τουρκομογκολικά» χαρακτηριστικά, αλλά κατά βάση μεσογειακά.
Αλλά ακόμα και αν η μαρτυρία για τον τάφο του Μωάμεθ του Πορθητή είναι αποκύημα της φαντασίας, δεν είναι εντυπωσιακό που την αναφέρουν δύο Τούρκοι, ο ένας που την είπε και ο άλλος που την κατέγραψε;
Αν λοιπόν μέρος του Τουρκικού λαού, τον οποίο τα χαρακτηριστικά του, η κουλτούρα του, οι μνήμες και η κληρονομιά που τον περιβάλλει, τον αναγκάζουν να αναζητά σήμερα την ταυτότητά του, διαπίστωνε ακόμη ότι και η Δυναστεία που τον οδήγησε 644 χρόνια είχε και αυτή τις ίδιες ροπές, ποια γνώμη θα είχε άραγε για την προέλευσή και καταγωγή του;